- προσευχητάρι
- τοιερό βιβλίο με προσευχές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσευχητάρι(ον) — το, Ν βιβλίο με προσευχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσευχή, μέσω αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *προσευχητός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. προσκυνητ άριον). Η λ., στον λόγιο τ. προσευχητάριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ.… … Dictionary of Greek
ευχοάρι — εὐχοάρι, τὸ (Μ) προσευχητάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχή + κατάλ. άρι, με παρεμβολή συνδετικού φωνήεντος ο ] … Dictionary of Greek